ἀκατάστατος

ἀκατάστατος
ἀκατάστατος, ον (Hippocr. et al.; Polyb. 7, 4, 6; Plut., Mor. 437d; IDefixAudollent 4b, 12; SibOr 1, 164; Is 54:11 LXX; Gen 4:12 and La 4:14 Sym.; TestJob 36:3f ) unstable, restless, of vacillating persons ἀ. ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ one who is unstable in all actions Js 1:8. Of the tongue ἀ. κακόν a restless evil 3:8 (v.l. ἀκατάσχετον). Of slander personified ἀκατάστατον δαιμόνιον a restless demon Hm 2:3.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάστατος — unstable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα …   Dictionary of Greek

  • ακατάστατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει τάξη: Σ όλα του είναι ακατάστατος. 2. (για τον καιρό), ασταθής, αβέβαιος: Αυτές τις μέρες ο καιρός ήταν ακατάστατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαταστάτως — ἀκατάστατος unstable adverbial ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάστατον — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc sg ἀκατάστατος unstable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτοις — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτοισιν — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτου — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτους — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτων — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστάτῳ — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”